παύση—κορύφωση—παύση

νύχτα που αρκείται περισσεύοντας σε συναντήσεις ασυνάρτητες με τα φωνήεντα της αλφαβήτου
ακροβατώντας στο απερίσταλτο σκοτάδι
και την αχρείαστη ανατολή ενός συγκριτικά ανώτερου προτύπου
στόμφο ξηλώνοντας απ'τα θεμέλια κάθε παγίδας απατηλά τραγικής
κλώνος πομπώδους συγχώρεσης ισχύος στοιχειωδώς ειρωνικής
αμφισβητώντας ανά πάσα παρατεταμένη ατονία τη μετάφραση με άνετα δοσμένη ενέσιμη ετοιμότητα
προτού μετ'εξηγήσεων πασχίσει να απογυμνωθεί
ψάχνει διαθέσιμα φυτίλια αντοχής πικρής
ώσπου με ικανότητα δημιουργική
να καυχηθεί για την καινούργια ταπεινότητα



—2015—