« »

διακεκομμένα ανοιγοκλείνω παρωχημένος
φτιάχνω το πέπλο που ακόμη ούτε συμπιέζει μήτε χωρά
το λόγο μου ως κάτεργο διαρκώς αναπτυσσόμενο σπονδυλωτά
α
λλόκοτα ειδικευμένο στο ν'αναβλύζει σχόλια σαν κόκαλα γαμψά
κι αφού λακωνικά απ΄τα σαγόνια τους α
πότομα έχουν ξεφλουδιστεί
όσο κοντεύουν στο λαρύγγι μου να τυλιχτούν με σημασία διεκπεραιωτική
τόσο δίχως απόγειο βουλιάζουν κείθε που κάποτε ματώσανε αποκρινόμενα αργά




—2015—