∀‍±‍+

κοπάζεις ενίοτε αραιώνοντας μολονότι αγέρωχος
υπαίθρια κείτεται ο κυκεώνας του χθες δεσποτικά
σακατεμένος είσαι της οίησης μίσχος
στα κόσκινα της κωδικοποίησης σπαρταράς
από λάκκους κίβδηλους
ξεθαμμένος πριονίζεις σαν θρόισμα τους κορμούς
και καπηλεύεσαι την ορφανή χλωροφύλλη που βέβηλα προσκυνάς



—2015—